- μεσόστρατο
- τό1) середина дороги; 2) середина пути;
στο μεσόστρατο της ζωής — в середине жизненного пути
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στο μεσόστρατο της ζωής — в середине жизненного пути
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσόστρατο — το βλ. μεσοστράτι … Dictionary of Greek
μεσοστράτι — και μεσόστρατο, το το μέσο τής στράτας, τού δρόμου ή τής πορείας, τής διαδρομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + στράτα] … Dictionary of Greek